ιστιοδρομώ

ιστιοδρομώ
(ε) αμετ. плавать, плыть на парусах; участвовать в парусных гонках

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιστιοδρομώ" в других словарях:

  • ιστιοδρομώ — (Α ἱστιοδρομῶ, έω) (για πλοία) αρμενίζω με τα πανιά φουσκωμένα από τον άνεμο, με γεμάτα πανιά νεοελλ. παίρνω μέρος σε αγώνες ιστιοδρομιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < ἱστίον + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρομώ, πελαγο δρομώ. Με τη… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδρομώ — ησα, αμτβ., πλέω με τα ιστία, αρμενίζω (με πανιά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοδρομώ — έω, Ν ναυτ. ιστιοδρομώ με τον αέρα κάθετα προς την πλεύση, κν. αρμενίζω με τον αέρα στην μπάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δρομώ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιστιο δρομώ, λοξοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»